οἰκογενεῖ

οἰκογενεῖ
οἰκογενής
born in the house
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
οἰκογενής
born in the house
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εταιρειάρχης — ἑταιρειάρχης και ἑταιριάρχης και ἑταιρείαρχος, ὁ (Μ) ο αρχηγός τής εταιρείας, στρατιωτικής μονάδας τής βασιλικής φρουράς κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ανώτατο αξίωμα τής βυζαντινής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εταιρεία + άρχης* πρβλ. οικογενει άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα ηφαίστεια, ηφαίστειος («ηφαιστειακή ενέργεια») 2. μτφ. εκρηκτικός, παράφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + κατάλ. ακος (πρβλ. μουσει ακός, οικογενει ακός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”